μπολντούρα

μπολντούρα
η
βλ. μπορντούρα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • μπορντούρα — και μπολντούρα, η 1. η άκρη, η παρυφή υφάσματος ή φορέματος 2. το κόσμημα, το γαρνίρισμα με το οποίο στολίζεται η παρυφή 3. πυκνή διακοσμητική σειρά χαμηλών φυτών στην άκρη ή στα χωρίσματα τών κήπων. [ΕΤΥΜΟΛ. γαλλ. bordure (< bord βλ. λ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”